- οινοπνευματόμετρο
- τοαραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].
Dictionary of Greek. 2013.